Θεωρώ τιμή μου να συγκαταλέγομαι μεταξύ
των ανθρώπων που είδαν την αντίληψή τους
για τον κόσμο, και κατά συνέπεια τη ζωή
τους, ν’ ανατρέπεται επανειλημμένα απο
την ακρόαση ενός δίσκου. Και δηλώνω
ευθαρσώς, (και έχοντας πλήρη επίγνωση
του γεγονότος ότι αυτό απο κάποιους θα
ερμηνευθεί ως ένδειξη μαζοχιστικής
ιδιοσυγκρασίας), πως
τις ανατροπές αυτές
όχι μόνο συνεχίζω να τις απολαμβάνω,
αλλά σχεδόν ζω γι’ αυτές. Οι δίσκοι που μ’
αυτόν τον ετσι-θελικό τρόπο
θρονιάστηκαν στην καρδιά μου τα
τελευταία εικοσιπέντε χρόνια είναι
πολλοί και, ευτυχώς, χρόνο με τον χρόνο
συνεχίζουν ν’ αυξάνονται. Κι όμως, για
κάποιον περίεργο λόγο, μια στιγμή
αποδείχτηκε αρκετή για ν’ αποφασίσω για
ποιόν απ’ όλους τους θα έγραφα σ’ αυτό
το κείμενο.
Οι εξελίξεις στο χώρο της μουσικής λίγο
μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70
έφταναν ως εμάς συνήθως με σημαντική
καθυστέρηση, χώρια που ως νεοφώτιστοι
έφηβοι είχαμε και μια ολόκληρη
εικοσαετία ροκ κοσμογονίας ν’
ανακαλύψουμε αναδρομικά. Είναι λοιπόν
απορίας άξιο το πώς το Red
των King
Crimson
κατάφερε να πέσει στα χέρια μου το
καλοκαίρι του 1976, ενάμιση «μόλις» χρόνο
μετά την κυκλοφορία του. (Η τεράστια
κλωτσιά του punk
που ήδη συγκλόνιζε τους Βρετανούς κι
Αμερικάνους συνομηλίκους μας
χρειάστηκε έναν ακόμη χρόνο για να γίνει
αισθητή κι απ’ τα δικά μας στομάχια). Τον
δίσκο μου τον χάρισε ο φίλος μου ο Φώντας
(ίσως το γεγονός ότι σήμερα είναι
ψυχίατρος να είναι σημαδιακό) κινώντας
κατ’ αρχάς την καχυποψία μου: Το μόνο
κομμάτι των King
Crimson
που είχα ακούσει ως τότε ήταν το
μελοδραματικό Epitaph
(«μαϊντανός» των πάρτι της
εποχής) και τ’ όνομά τους ήταν στο μυαλό
μου άρρηκτα συνδεδεμένο με τον όρο progressive.
Ως εκ τούτου τους τοποθετούσα κάπου
ανάμεσα στους Yes
και τους Genesis,
μπάντες που η μουσική τους μου
προκαλούσε και μου προκαλεί ακόμα
κρίσεις ακατάσχετων χασμουρητών.
Χρειάστηκε μια και μόνη ακρόαση για να
αρχίσω να καταλαβαίνω και αρκετές
εκατοντάδες (η τελευταία πριν απο μια
ώρα) για να σιγουρευτώ ότι η
πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική.
Το Red
είναι η τελευταία ηχογράφηση της
δεύτερης απ’ τις πέντε μέχρι σήμερα «ενσαρκώσεις»
(incarnations
είναι ο όρος που χρησιμοποιούν οι ίδιοι)
του γκρουπ. Μετά απο μια διετία «στο
δρόμο» οι Crimson
είναι πλέον μόνο τρείς. Ο αενάως
αυτοπυρπολούμενος μπασίστας και
τραγουδιστής John
Wetton,
ο «πλήρης ροκ ντράμερ» Bill
Brufford
και φυσικά, πρώτος μεταξύ ίσων, ο ιδρυτής
και ισόβιος φυσικός ηγέτης τους
κιθαρίστας Robert
Fripp.
Ο δίσκος περιλαμβάνει πέντε μόλις
κομμάτια: Ξεκινάει με το Fripp-ικό
instrumental-rock
στερεότυπο Red
φλερτάρει την ποπ με τα
υψηλής τραγουδοποιητικής κλάσης Fallen
Angel
και One
More
Red
Nightmare,
ρίχνει τον ανυποψίαστο ακροατή στα
βαθιά νερά με τον χωρίς τονικό κέντρο
ομαδικό αυτοσχεδιασμό του Providence
για ν’ απογειωθεί οριστικά με την
απίστευτη, μνημειωδών διαστάσεων
περιπέτεια που ακούει στ’ όνομα Starless.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσω την
ακαταμάχητη γοητεία που ακόμα ασκεί
πάνω μου, το μόνο που καταφέρνω είναι ν’
απαριθμήσω μια σειρά απο φαινομενικά
αντιφατικά στοιχεία που συνυπάρχουν
αρμονικά στ’ αυλάκια του: Φαντασία και
ψυχή, εκτελεστική αρτιότητα και
λακωνικότητα, ποικιλία ύφους και
αίσθηση «συμπαγούς» ενότητας, αμεσότητα
και «κρυφές» πινελιές που έρχονται
στην επιφάνεια μετά απο πολλές μόνο
ακροάσεις. Κι ακόμα και σήμερα, αδυνατώ
να κατονομάσω έστω κι ένα άλλο ροκ
γκρούπ που να ‘ναι απόλυτα παρορμητικό
και την ίδια στιγμή απόλυτα
πειθαρχημένο, που να καταφέρνει να σε
πείσει ότι τα πάντα είναι υπο έλεγχο,
ακόμα κι όταν εκτροχιάζεται οδεύοντας
προς τον απόλυτο θόρυβο.
Υ.Γ.Δεν
αποφάσισα να γράψω για το Red
για να προσπαθήσω να σας πείσω ότι
πρόκειται για τον καλύτερο ή πιο
σημαντικό δίσκο απο καταβολής rock
’n’
roll.
(Δεν είμαι αφελής κι άλλωστε τι θέση έχει
η ιεραρχία σε μια μουσική γεννημένη για
ν’ αμφισβητεί τα πάντα, του εαυτού της
συμπεριλαμβανομένου;) Ούτε καν για να
ισχυριστώ ότι πρόκειται για τον
καλύτερο δίσκο των King
Crimson.
Απλώς, να, είμαι Crimhead
και όπως κάθε Crimhead
είμαι καταδικασμένος να δοξάζω εσαεί
τον δίσκο χάρις στον οποίο κόλλησα την
ευλογημένη αρρώστια.
Αντώνης
Λιβιεράτος
|
King
Crimson/ Red (1974, Island) |
Tracks:
Red,
Fallen Angel,
One More Red Nightmare,
Providence,
Starless |
Μουσικοί:Robert
Fripp (κιθάρα
και
mellotron), John Wetton (μπάσο
και
φωνή),
William Brufford (κρουστά).
Με
τη
συμμετοχή
των:
David Cross (βιολί),
Mel Colins (σοπράνο
σαξόφωνο),
Ian McDonald (άλτο
σαξόφωνο),
Robin Miller (όμποε),
Marc Charing (κορνέτα) |
|